Anonymous

μάκρων: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάκρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το [[υπόλοιπο]] [[σώμα]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Μάκρωνες</i><br />[[αρχαίος]] [[βαρβαρικός]] [[λαός]] που κατοικούσε [[κοντά]] στον Εύξεινο Πόντο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μακρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>].
|mltxt=[[μάκρων]], -ωνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ και δυσανάλογο με το [[υπόλοιπο]] [[σώμα]] [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Μάκρωνες</i><br />[[αρχαίος]] [[βαρβαρικός]] [[λαός]] που κατοικούσε [[κοντά]] στον Εύξεινο Πόντο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μακρός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάκρων:''' -ωνος, ὁ ([[μακρός]]), αυτός που έχει μακρό, μεγάλο [[κεφάλι]]· <i>Μάκρωνες</i>, <i>οἱ</i>, [[λαός]] του Πόντου, σε Ηρόδ.
}}
}}