Anonymous

μάντις: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (AM [[μάντις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος)<br /><b>βλ.</b> [[μάντης]].
|mltxt=ο, η (AM [[μάντις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος)<br /><b>βλ.</b> [[μάντης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάντῐς:''' ὁ, γεν. <i>-εως</i>, Ιων. <i>-ιος</i> και <i>-ηος</i>, κλητ. <i>μάντῐ</i>, δοτ. πληθ. <i>μάντεσι</i> ([[μαίνομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, [[προφήτης]], σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η [[προφήτις]], σε Τραγ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οιωνοσκόπος]], [[προφήτης]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
}}
}}