Anonymous

καταπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπτήσσω]] και [[καταπτώσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[συνεσταλμένος]], μαζεμένος από φόβο, [[ζαρώνω]]<br /><b>2.</b> δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από [[δειλία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] φοβισμένος από [[κατάπληξη]], εκπλήττομαι<br /><b>4.</b> [[κρύβω]] τον εαυτό μου, [[μένω]] ζαρωμένος [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «[[ζαρώνω]] από φόβο»].
|mltxt=[[καταπτήσσω]] και [[καταπτώσσω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[συνεσταλμένος]], μαζεμένος από φόβο, [[ζαρώνω]]<br /><b>2.</b> δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από [[δειλία]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]] φοβισμένος από [[κατάπληξη]], εκπλήττομαι<br /><b>4.</b> [[κρύβω]] τον εαυτό μου, [[μένω]] ζαρωμένος [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]] «[[ζαρώνω]] από φόβο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπτήσσω:''' μέλ. <i>-πτήξω</i>· γʹ δυικ. Επικ. αορ. βʹ <i>καταπτήτην</i>, ποιητ. μτχ. <i>καταπτᾰκών</i>· παρακ. <i>κατέπτηχα</i>, Επικ. μτχ. <i>καταπεπτηώς</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[ζαρώνω]], [[κάθομαι]] ζαρωμένος ή μαζεμένος από φόβο, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[ζαρώνω]] φοβισμένος [[κάτω]] από, σε Πλούτ.
}}
}}