Anonymous

λυθρώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυθρώδης]], -ῶδες (Α) [[λύθρος]]<br />κηλιδωμένος ή [[ανάμικτος]] με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).
|mltxt=[[λυθρώδης]], -ῶδες (Α) [[λύθρος]]<br />κηλιδωμένος ή [[ανάμικτος]] με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ.
}}
}}