3,254,072
edits
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μακροκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> αυτός που εμφανίζει [[μακροκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μακρύ [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μακροκέφαλοι</i><br />σκυθικό [[φύλο]] που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το [[έθιμο]] να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το [[κρανίο]] τών νεογεννήτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακροκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει μακρό [[κεφάλι]], λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ. | |||
}} | }} |