Anonymous

μειλίσσω: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ευφραίνω]], [[γλυκαίνω]]<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], [[εξιλεώνω]] («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ποταμό) [[καθιστώ]] καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες [[οὖδας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (το μέσ.) <i>μειλίσσομαι</i><br />α) [[γίνομαι]] πιο [[πράος]], πιο [[ήσυχος]], καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br />β) [[εξευμενίζω]], [[εξιλεώνω]]<br />γ) [[μεταχειρίζομαι]] [[γλυκά]] και πραϋντικά [[λόγια]], [[μιλώ]] με φιλικό τρόπο («[[μηδὲ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]]<br />ε) επικαλούμαι κάποιον ενώπιον κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μειλίχ</i>-<i>jω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]].
|mltxt=[[μειλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ευφραίνω]], [[γλυκαίνω]]<br /><b>2.</b> [[φιλοξενώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], [[εξιλεώνω]] («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παρακαλώ]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για ποταμό) [[καθιστώ]] καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες [[οὖδας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> (το μέσ.) <i>μειλίσσομαι</i><br />α) [[γίνομαι]] πιο [[πράος]], πιο [[ήσυχος]], καταπραΰνομαι, [[καθησυχάζω]]<br />β) [[εξευμενίζω]], [[εξιλεώνω]]<br />γ) [[μεταχειρίζομαι]] [[γλυκά]] και πραϋντικά [[λόγια]], [[μιλώ]] με φιλικό τρόπο («[[μηδὲ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], [[υποτάσσω]]<br />ε) επικαλούμαι κάποιον ενώπιον κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μειλίχ</i>-<i>jω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μειλίσσω:''' ([[μείλια]]), Επικ. απαρ. <i>μειλισσέμεν</i>, μέλ. <i>-ξω</i>, καταπραΰνω, [[κατευνάζω]], [[εξευμενίζω]], <i>πυρὸς μειλισσέμεν</i>, [[εξευμενίζω]] τους νεκρούς με ιερά [[πυρά]], δηλ. με ταφικές τελετουργίες, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὀργὰς]] [[μειλίσσω]], σε Ευρ. — Μέσ., [[μεταχειρίζομαι]] κατευναστικά [[λόγια]], [[μηδέ]] τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων, κανένα απολύτως ελαφρυντικό δεν μου αναγνωρίζεις από σεβασμό ή από [[έλεος]] για μένα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}