Anonymous

μελάμφυλλος: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμφυλλος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελανόφυλλος]].
|mltxt=[[μελάμφυλλος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελανόφυλλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάμφυλλος:''' -ον ([[φύλλον]]), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή [[σκιά]] από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
}}
}}