μανθάνω: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μανθάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[μαθαίνω]].
|mltxt=(AM [[μανθάνω]])<br /><b>βλ.</b> [[μαθαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μανθάνω:''' (από √<i>ΜΑΘ</i>), μέλ. <i>μᾰθήσομαι</i>, Δωρ. <i>μᾰθεῦμαι</i>, αόρ. βʹ [[ἔμαθον]], Επικ. [[μάθον]], παρακ. [[μεμάθηκα]], υπερσ. <i>ἐμεμαθήκη</i>, γʹ ενικ. <i>μεμαθήκει</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μαθαίνω]], [[ιδίως]] [[κατόπιν]] αναζήτησης· και στον αόρ., έχω μάθει, δηλ. [[κατανοώ]], [[γνωρίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ [[μαθεῖν]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ μανθάνοντες</i>, μαθητευόμενοι, μαθητές, σε Ξεν.· με απαρ., [[μαθαίνω]] να κάνω [[κάτι]], [[μαθαίνω]] πώς να κάνω [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] μέσω των αισθήσεων, [[παρατηρώ]], [[επισημαίνω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με μτχ., <i>μάνθανε ὢν</i>, όπως το [[ἴσθι]] ὤν, να γνωρίζεις αυτό που είσαι, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· [[συχνά]] σε διάλογο, <i>μανθάνεις;</i> Λατ. tenes? κατάλαβες; τό 'πιασες;· απάντ. [[πάνυ]] [[μανθάνω]], τέλεια! σε Αριστοφ.<br /><b class="num">IV.</b>στην Αττ., το τί [[μαθών]]; εισάγει [[συχνά]] μια [[ερώτηση]], τι έχεις μάθει; για ποιον καινούριο λόγο; [[γιατί]];, στον ίδ. κ.λπ.
}}
}}