Anonymous

μελητέον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[μέλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλω]], [[κάτι]] για το οποίο πρέπει να αναληφθεί [[φροντίδα]], <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
}}