Anonymous

μετέχω: Difference between revisions

From LSJ
1,242 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μετέχω]], Α και [[μετίσχω]] και αιολ. τ. [[πεδέχω]])<br />έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[μέτοχος]], έχω [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμετέχω]] (α. «[[ἶσον]] τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», <b>Σοφ.</b>)<br />| <b>νεοελλ.</b> έχω [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]] [[κάτι]], [[ενέχω]] («τα [[αμφίβια]] μετέχουν της φύσεως και τών χερσαίων ζώων και τών ψαριών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[δικαίωμα]] συμμετοχής σε [[κάτι]], έχω [[δικαιοδοσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για επισκοπικό θρόνο) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[συμμερίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με τον έρωτα, μπλέκομαι ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] ἀναψυχήν» — ανακουφίζομαι, [[ησυχάζω]]<br />β) «[[μετέχω]] βρώσεως» — [[τρώω]]<br />γ) «[[μετέχω]] τὸ φυσικόν» — έχω κάποιες ιδιότητες από τη [[φύση]] μου<br />δ) «[[μετέχω]] ὕπνου» — [[κοιμάμαι]]<br />ε) «[[μετέχω]] συγγένειαν [[μετά]]...» — έχω [[συγγένεια]] με...|| (μσν.-αρχ.) (στην πλατωνική [[φιλοσοφία]]) [[συμμετέχω]] [[νοερώς]], [[κοινωνώ]] [[προς]] τις ιδέες, [[προς]] τα συστατικά τών ιδεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αριστοτελική [[λογική]]) εμπεριέχομαι, υπάγομαι ως [[τμήμα]], [[αποτελώ]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μετέχοντες</i><br />οι σύντροφοι, οι συναυτουργοί σε μια [[πράξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] [[περί]] τινος» — έχω [[γνώση]] για [[κάτι]]<br />β) «[[μετέχω]] τοῡ λόγου» — [[γνωρίζω]] το [[μυστικό]].
|mltxt=(ΑΜ [[μετέχω]], Α και [[μετίσχω]] και αιολ. τ. [[πεδέχω]])<br />έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[μέτοχος]], έχω [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμετέχω]] (α. «[[ἶσον]] τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», <b>Σοφ.</b>)<br />| <b>νεοελλ.</b> έχω [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]] [[κάτι]], [[ενέχω]] («τα [[αμφίβια]] μετέχουν της φύσεως και τών χερσαίων ζώων και τών ψαριών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[δικαίωμα]] συμμετοχής σε [[κάτι]], έχω [[δικαιοδοσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για επισκοπικό θρόνο) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[συμμερίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με τον έρωτα, μπλέκομαι ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] ἀναψυχήν» — ανακουφίζομαι, [[ησυχάζω]]<br />β) «[[μετέχω]] βρώσεως» — [[τρώω]]<br />γ) «[[μετέχω]] τὸ φυσικόν» — έχω κάποιες ιδιότητες από τη [[φύση]] μου<br />δ) «[[μετέχω]] ὕπνου» — [[κοιμάμαι]]<br />ε) «[[μετέχω]] συγγένειαν [[μετά]]...» — έχω [[συγγένεια]] με...|| (μσν.-αρχ.) (στην πλατωνική [[φιλοσοφία]]) [[συμμετέχω]] [[νοερώς]], [[κοινωνώ]] [[προς]] τις ιδέες, [[προς]] τα συστατικά τών ιδεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αριστοτελική [[λογική]]) εμπεριέχομαι, υπάγομαι ως [[τμήμα]], [[αποτελώ]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μετέχοντες</i><br />οι σύντροφοι, οι συναυτουργοί σε μια [[πράξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] [[περί]] τινος» — έχω [[γνώση]] για [[κάτι]]<br />β) «[[μετέχω]] τοῡ λόγου» — [[γνωρίζω]] το [[μυστικό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετέχω:''' Αιολ. πεδ-έχω, μέλ. <i>μεθ-έξω</i>, παρακ. <i>μετ-έσχηκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συμμετέχω]], [[απολαμβάνω]] [[μερίδιο]], έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[κάπου]], με γεν. πράγμ., σε Θέογν., Αισχύλ.· με γεν. προσ., [[απολαμβάνω]] τη [[φιλία]] κάποιου, σε Ξεν.· [[μετέχω]] [[τῶν]] πεντακισχιλίων, είναι [[μέλη]] των 5.000 κατά [[διαδοχή]], σε Θουκ.· με [[προσθήκη]] δοτ. προσ., [[μετέχω]] τινός τινι, [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[συχνά]] το [[τμήμα]] ή το [[μερίδιο]] δηλώνεται, [[μετέχω]] τάφου [[μέρος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σπανίως]] με αιτ. μόνο, ἀκερδῆ [[χάριν]] [[μετέχω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ., <i>οἱ μετέχοντες</i>, σύντροφοι, σε Ηρόδ.
}}
}}