Anonymous

μασχαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μασχαλιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] [[περασμένος]] γύρω από το [[άλογο]] και δεμένος στο [[ζυγό]] με το [[λέπαδνον]]· γενικά, [[περίμετρος]], [[ζωνάρι]], [[δέσιμο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}