Anonymous

μεταφορικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταφορικός]], -ή, -όν) [[μεταφορά]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη [[μεταφορά]] ή αυτός που προσιδιάζει στη [[μεταφορά]] («μεταφορικό [[μέσο]]»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που εκφράζεται με [[μεταφορά]], ο [[αλληγορικός]] («μεταφορική [[σημασία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταφορικό</i><br />α) τηλεγραφική [[συσκευή]] που χρησιμοποιούνταν στο [[παρελθόν]] και με την οποία ενισχύονταν και αναμεταδίδονταν τα ασθενή σήματα<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τα μεταφορικά</i><br />τα έξοδα, οι δαπάνες που απαιτούνται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων, αλλ. κόμιστρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταφορικά γραφεία» — [[πρακτορεία]] μεταφορών που αναλαμβάνουν τη [[μεταφορά]] πραγμάτων και προσώπων με μεταφορικά [[μέσα]] δικά τους ή τρίτων<br />γ) «μεταφορικό RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> ιδιαίτερη [[μορφή]] του ριβονουκλεϊκού οξέος, [[κύριος]] [[ρόλος]] της οποίας [[είναι]] η [[μεταφορά]] τών αμινοξέων από το κυτταρικό [[περιβάλλον]] στην [[αλυσίδα]] σχηματισμού τών πρωτεϊνών η οποία έχει «κατασκευαστεί» από το αγγελιαφόρο RNΑ, αλλ. [[μεταφορέας]] RNΑ<br />δ) «μεταφορικά έξοδα» — τα μεταφορικά<br />ε) «μεταφορικά [[μέσα]]» — <b>βλ.</b> [[μέσο]]<br />στ) «μεταφορικοί συνεταιρισμοί» — [[μορφή]] συνεταιρισμών που συγκροτούνται [[ανάμεσα]] σε ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, με χαρακτήρα [[κυρίως]] προμηθευτικό<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιτήδειος]] στη [[μεταφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταφορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταφορικῶς)<br />με [[μεταφορά]], με μεταφορικό τρόπο («οι ποιητές [[είναι]] αυτοί που [[κυρίως]] εκφράζονται μεταφορικώς»).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταφορικός]], -ή, -όν) [[μεταφορά]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη [[μεταφορά]] ή αυτός που προσιδιάζει στη [[μεταφορά]] («μεταφορικό [[μέσο]]»)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> αυτός που εκφράζεται με [[μεταφορά]], ο [[αλληγορικός]] («μεταφορική [[σημασία]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταφορικό</i><br />α) τηλεγραφική [[συσκευή]] που χρησιμοποιούνταν στο [[παρελθόν]] και με την οποία ενισχύονταν και αναμεταδίδονταν τα ασθενή σήματα<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>τα μεταφορικά</i><br />τα έξοδα, οι δαπάνες που απαιτούνται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων, αλλ. κόμιστρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταφορικά γραφεία» — [[πρακτορεία]] μεταφορών που αναλαμβάνουν τη [[μεταφορά]] πραγμάτων και προσώπων με μεταφορικά [[μέσα]] δικά τους ή τρίτων<br />γ) «μεταφορικό RNΑ»<br /><b>βιολ.</b> ιδιαίτερη [[μορφή]] του ριβονουκλεϊκού οξέος, [[κύριος]] [[ρόλος]] της οποίας [[είναι]] η [[μεταφορά]] τών αμινοξέων από το κυτταρικό [[περιβάλλον]] στην [[αλυσίδα]] σχηματισμού τών πρωτεϊνών η οποία έχει «κατασκευαστεί» από το αγγελιαφόρο RNΑ, αλλ. [[μεταφορέας]] RNΑ<br />δ) «μεταφορικά έξοδα» — τα μεταφορικά<br />ε) «μεταφορικά [[μέσα]]» — <b>βλ.</b> [[μέσο]]<br />στ) «μεταφορικοί συνεταιρισμοί» — [[μορφή]] συνεταιρισμών που συγκροτούνται [[ανάμεσα]] σε ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, με χαρακτήρα [[κυρίως]] προμηθευτικό<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιτήδειος]] στη [[μεταφορά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταφορικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταφορικῶς)<br />με [[μεταφορά]], με μεταφορικό τρόπο («οι ποιητές [[είναι]] αυτοί που [[κυρίως]] εκφράζονται μεταφορικώς»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταφορικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[κατάλληλος]] στις μεταφορές, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[μεταφορικός]] (που εκφράζεται με το [[σχήμα]] λόγου της μεταφοράς)· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.
}}
}}