Anonymous

μελίγηρυς: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίγηρυς]] και δωρ. τ. [[μελίγαρυς]], -υος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά σαν [[μέλι]] [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]], [[μελωδικός]] (α. «μελίγηρυν ὄπα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μελιγάρυες ὕμνοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λόγος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μειλιχό</i>-<i>γηρυς</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>γηρυς</i>)].
|mltxt=[[μελίγηρυς]] και δωρ. τ. [[μελίγαρυς]], -υος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά σαν [[μέλι]] [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]], [[μελωδικός]] (α. «μελίγηρυν ὄπα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μελιγάρυες ὕμνοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λόγος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μειλιχό</i>-<i>γηρυς</i>, <i>ποικιλό</i>-<i>γηρυς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίγηρυς:''' Δωρ. -γᾶρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει γλυκιά [[φωνή]], [[μελωδικός]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
}}
}}