3,277,759
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταλλακτός:''' -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |