Anonymous

μεταλλακτός: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταλλακτός]], -ή, -όν) [[μεταλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μεταλλακτό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ικανότητα]] μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεταβεβλημένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλακτός:''' -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.
}}
}}