Anonymous

μητρῷος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μητρῷος]], -ῴα, -ον)<br />αυτός που ανήκει στη [[μητέρα]] ή προέρχεται από τη [[μητέρα]], [[μητρικός]] («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μητρώο]]<br />[[κατάλογος]] που τηρείται από το [[κράτος]], τους δήμους και τις κοινότητες και στον οποίο εγγράφονται πολίτες του ενός ή και τών δύο φύλων για λόγους δημόσιου συμφέροντος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατολογικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] αρρένων πολιτών ο [[οποίος]] τηρείται στα [[κατά]] τόπους στρατολογικά γραφεία και στον οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες<br />β) «ποινικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] ο [[οποίος]] τηρείται στις [[κατά]] τόπους δικαστικές αρχές ή στο [[υπουργείο]] Δικαιοσύνης για τους άγνωστης διαμονής και τους γεννημένους στην αλλοδαπή, στον οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα με [[βούλευμα]] ή δικαστική [[απόφαση]], για [[πλημμέλημα]] ή [[κακούργημα]] ή, προκειμένου για ανηλίκους, όσοι έχουν υποστεί περιορισμό σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]] ή έχουν απαλλαγεί ως ακαταλόγιστοι<br />γ) «φορολογικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] τών φορολογουμένων ο [[οποίος]] τηρείται από τις αρμόδιες οικονομικές εφορίες με στοιχεία για [[κάθε]] φορολογούμενο<br />δ) «έχει λερωμένο το [[μητρώο]] του» — έχει ύποπτο [[παρελθόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Μητρῷον</i><br />α) ο [[ναός]] της Δήμητρος<br />β) το [[ιερό]] της μητέρας τών θεών Κυβέλης<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ Μητρῷα</i><br />i) η [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />ii) η [[μουσική]] που παιζόταν [[προς]] τιμήν της Κυβέλης<br /><b>2.</b> (το αρχ. ως κύριο όν.) <i>ο Μητρῷος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στη Βιθυνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτρως]], γεν. <i>μήτρω</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πατρῷος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάτρως]]). Είναι χαρακτηριστικό ότι το επίθ. που θα αναμενόταν για να δηλώσει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητέρα]], δηλ. το επίθ. <i>μήτρ</i>-<i>ιος</i>, δεν μαρτυρείται. Στη [[θέση]] του εμφανίζεται το [[μητρῷος]], που παράγεται από το [[θέμα]] της λ. [[μήτρως]] «[[αδελφός]] ή [[πατέρας]] της μητέρας» και όχι από το [[θέμα]] της λέξης [[μήτηρ]] ([[μήτριος]]). Το [[γεγονός]] αυτό αντικατοπτρίζει το [[πρότυπο]] μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που δεν αναγνώριζε στη [[μητέρα]] τα [[ίδια]] δικαιώματα με τον [[πατέρα]]. Το επίθ. [[μήτριος]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-[[μήτριος]])].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μητρῷος]], -ῴα, -ον)<br />αυτός που ανήκει στη [[μητέρα]] ή προέρχεται από τη [[μητέρα]], [[μητρικός]] («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μητρώο]]<br />[[κατάλογος]] που τηρείται από το [[κράτος]], τους δήμους και τις κοινότητες και στον οποίο εγγράφονται πολίτες του ενός ή και τών δύο φύλων για λόγους δημόσιου συμφέροντος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρατολογικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] αρρένων πολιτών ο [[οποίος]] τηρείται στα [[κατά]] τόπους στρατολογικά γραφεία και στον οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες<br />β) «ποινικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] ο [[οποίος]] τηρείται στις [[κατά]] τόπους δικαστικές αρχές ή στο [[υπουργείο]] Δικαιοσύνης για τους άγνωστης διαμονής και τους γεννημένους στην αλλοδαπή, στον οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα με [[βούλευμα]] ή δικαστική [[απόφαση]], για [[πλημμέλημα]] ή [[κακούργημα]] ή, προκειμένου για ανηλίκους, όσοι έχουν υποστεί περιορισμό σε σωφρονιστικό [[κατάστημα]] ή έχουν απαλλαγεί ως ακαταλόγιστοι<br />γ) «φορολογικό [[μητρώο]]» — [[κατάλογος]] τών φορολογουμένων ο [[οποίος]] τηρείται από τις αρμόδιες οικονομικές εφορίες με στοιχεία για [[κάθε]] φορολογούμενο<br />δ) «έχει λερωμένο το [[μητρώο]] του» — έχει ύποπτο [[παρελθόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>τὸ Μητρῷον</i><br />α) ο [[ναός]] της Δήμητρος<br />β) το [[ιερό]] της μητέρας τών θεών Κυβέλης<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ Μητρῷα</i><br />i) η [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />ii) η [[μουσική]] που παιζόταν [[προς]] τιμήν της Κυβέλης<br /><b>2.</b> (το αρχ. ως κύριο όν.) <i>ο Μητρῷος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στη Βιθυνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτρως]], γεν. <i>μήτρω</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πατρῷος]] <span style="color: red;"><</span> [[πάτρως]]). Είναι χαρακτηριστικό ότι το επίθ. που θα αναμενόταν για να δηλώσει ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητέρα]], δηλ. το επίθ. <i>μήτρ</i>-<i>ιος</i>, δεν μαρτυρείται. Στη [[θέση]] του εμφανίζεται το [[μητρῷος]], που παράγεται από το [[θέμα]] της λ. [[μήτρως]] «[[αδελφός]] ή [[πατέρας]] της μητέρας» και όχι από το [[θέμα]] της λέξης [[μήτηρ]] ([[μήτριος]]). Το [[γεγονός]] αυτό αντικατοπτρίζει το [[πρότυπο]] μιας πατριαρχικής κοινωνίας, που δεν αναγνώριζε στη [[μητέρα]] τα [[ίδια]] δικαιώματα με τον [[πατέρα]]. Το επίθ. [[μήτριος]] απαντά μόνο εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-[[μήτριος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητρῷος:''' Δωρ. μᾱτρ-, -α, -ον, συνηρ. αντί [[μητρώϊος]] (το οποίο απαντά στην Οδ.)·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για τη [[μητέρα]], της μητέρας, [[μητρικός]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· μητρῷον [[δέμας]], [[περίφραση]] αντί <i>τὴν [[μητέρα]]</i>, σε Αισχύλ.· <i>τὰ μητρῷα</i>, το [[δίκαιο]], το [[δικαίωμα]] της μητέρας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Μητρῷον</i> (ενν. [[ἱερόν]]), <i>τό</i>, ο [[ναός]] της Κυβέλης στην Αθήνα, που ήταν ο [[τόπος]] όπου φυλάσσονταν τα αρχεία της πόλης, σε Δημ., Αισχίν.
}}
}}