Anonymous

μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μηχανορράφος]], -ον)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που εφευρίσκει δόλια [[μέσα]], [[ραδιούργος]], [[δολοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μηχανορράφος]], -ον)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που εφευρίσκει δόλια [[μέσα]], [[ραδιούργος]], [[δολοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
}}
}}