Anonymous

λιθοκόπος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιθοκόπος]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[θραύση]] λίθων, [[λιθοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] με το οποίο θραύονται λίθοι<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=ο (AM [[λιθοκόπος]])<br />αυτός που ασχολείται με τη [[θραύση]] λίθων, [[λιθοθραύστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] με το οποίο θραύονται λίθοι<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που επεξεργάζεται πολύτιμους λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοκόπος:''' ὁ ([[κόπτω]]), αυτός που κόβει, που πελεκάει λίθους, σε Δημ.
}}
}}