Anonymous

μεριμνητής: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι».
|mltxt=[[μεριμνητής]], ὁ (ΑM Α θηλ. [[μεριμνήτρια]]) [[μεριμνώ]]<br />αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερευνητής]] («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαθητής]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριμνηταί<br />οἱ φιλόσοφοι».
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεριμνητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα [[θέμα]], με γεν., σε Ευρ.
}}
}}