Anonymous

λιγύφθογγος: Difference between revisions

From LSJ
5
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιγύφθογγος]], -ον)<br />αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική [[φωνή]], [[λιγυρός]] (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.<br />β. «του Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐγύφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει καθαρή, διαπεραστική [[φωνή]], λέγεται για τους κήρυκες, σε Όμηρ.· λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Αριστοφ.
}}
}}