3,276,932
edits
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.]. | |mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μόγος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[μόχθος]], [[δυσκολία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]], στενοχώρια, Λατ. [[labor]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |