Anonymous

μητροκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[μητροκτόνος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη [[μητέρα]] του, ο [[μητραλοίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητροκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ο (Α [[μητροκτόνος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που σκότωσε τη [[μητέρα]] του, ο [[μητραλοίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μητροκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μητροκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φονεύει τη [[μητέρα]] του, [[μητροκτόνος]], σε Αισχύλ.· μητροκτόνον [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], [[κηλίδα]] από τον φόνο της μητέρας, στον ιδ.· ομοίως, [[μητροκτόνος]] [[κηλίς]], [[αἷμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., [[μητροκτονία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}