Anonymous

μυρίανδρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρίανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]] κατοίκων, ο [[πολυπληθής]], ο [[πολυάνθρωπος]] («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ανδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χιλί</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=[[μυρίανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει [[δέκα]] χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]] κατοίκων, ο [[πολυπληθής]], ο [[πολυάνθρωπος]] («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ανδρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χιλί</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡρίανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]), λέγεται για πόλη, αυτή που χωράει 10.000 κατοίκους, σε Αριστ.
}}
}}