Anonymous

μυρσίνη: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μυρσίνη]] και αττ. τ. [[μυρρίνη]] Μ και [[μυρσίνα]] και [[μερσίνη]] και μερσίνα και σμυρσίνη)<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) [[κατά]] τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], του γένους [[μύρτος]], αλλ. [[μυρτιά]] και [[σμυρτιά]] («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της μυρτιάς<br />(μσν. -αρχ.) [[κλάδος]] μυρτιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφάνι]] φτειαγμένο από [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>3.</b> [[μυγιαστήρι]] φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>αἱ μυρσίναι</i><br />[[αγορά]] στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μυρσίνη]] [[ἀγρία]]» — το [[φυτό]] [[οξυμυρσίνη]] η [[ακανθώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρσινος]]. Ο τ. [[μερσίνη]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-. Για τον αττ. τ. [[μυρρίνη]] <b>βλ. λ.</b> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]].
|mltxt=η (ΑΜ [[μυρσίνη]] και αττ. τ. [[μυρρίνη]] Μ και [[μυρσίνα]] και [[μερσίνη]] και μερσίνα και σμυρσίνη)<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) [[κατά]] τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], του γένους [[μύρτος]], αλλ. [[μυρτιά]] και [[σμυρτιά]] («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />ο [[καρπός]] της μυρτιάς<br />(μσν. -αρχ.) [[κλάδος]] μυρτιάς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφάνι]] φτειαγμένο από [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[κοίλη]] [[σμίλη]]<br /><b>3.</b> [[μυγιαστήρι]] φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> α) <i>αἱ μυρσίναι</i><br />[[αγορά]] στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μυρσίνη]] [[ἀγρία]]» — το [[φυτό]] [[οξυμυρσίνη]] η [[ακανθώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[μύρσινος]]. Ο τ. [[μερσίνη]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-. Για τον αττ. τ. [[μυρρίνη]] <b>βλ. λ.</b> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυρσίνη:''' [ῐ], μεταγεν. Αττ. [[μυρρίνη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> = [[μύρτος]], σε Πίνδ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλαδί]] ή [[στεφάνι]] από [[μυρτιά]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}