Anonymous

μυριόμορφος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.
}}
}}