Anonymous

μυροπώλης: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυροπώλης]], θηλ. [[μυρόπωλις]])<br />αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, [[αρωματοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=ο (Α [[μυροπώλης]], θηλ. [[μυρόπωλις]])<br />αυτός που πουλά αρωματικά έλαια, μύρα, [[αρωματοπώλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-[[πώλης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῠροπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται μύρα ή αρωματικά έλαια, [[αρωματοπώλης]], σε Ξεν.
}}
}}