Anonymous

μιλτοπάρηος: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιλτοπάρηος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα [[νῆες]] ἕποντο [[δυώδεκα]] μιλτοπάρῃοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλο</i>-<i>πάρηος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρῃος</i>].
|mltxt=[[μιλτοπάρηος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα [[νῆες]] ἕποντο [[δυώδεκα]] μιλτοπάρῃοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλο</i>-<i>πάρηος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρῃος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιλτοπάρηος:''' -ον (πᾰρειά), [[ροδομάγουλος]], λέγεται για πλοία των οποίων οι πλώρες ήταν βαμμένες κόκκινες, σε Όμηρ.
}}
}}