3,271,293
edits
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ναυπηγήσιμος]], -ον) [[ναυπήγησις]]<br />αυτός που ανήκει στη [[ναυπήγηση]] ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπήγηση]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ναυπηγήσιμος]], -ον) [[ναυπήγησις]]<br />αυτός που ανήκει στη [[ναυπήγηση]] ή αυτός που [[είναι]] [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για τη [[ναυπήγηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυπηγήσῐμος:''' -ον και -η, -ον, [[χρήσιμος]] στην [[κατασκευή]] πλοίου, λέγεται για [[ξύλο]] ή δέντρο κατάλληλο για [[ναυπηγία]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |