Anonymous

μονοστόρθυγξ: Difference between revisions

From LSJ
5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοστόρθυγξ]], -υγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο [[στέλεχος]], με ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]] («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόρθυγξ]] «[[άκρο]]»].
|mltxt=[[μονοστόρθυγξ]], -υγγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο [[στέλεχος]], με ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]] («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόρθυγξ]] «[[άκρο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοστόρθυγξ:''' ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
}}
}}