Anonymous

νειοτομεύς: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νειοτομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(για το [[άροτρο]]) αυτός που οργώνει χέρσα γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] «[[αγρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[τομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιατρο</i>-[[τομεύς]], <i>περι</i>-[[τομεύς]].
|mltxt=[[νειοτομεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(για το [[άροτρο]]) αυτός που οργώνει χέρσα γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νειός]] «[[αγρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[τομεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιατρο</i>-[[τομεύς]], <i>περι</i>-[[τομεύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νειοτομεύς:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.
}}
}}