Anonymous

νηδύς: Difference between revisions

From LSJ
412 bytes added ,  31 December 2018
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηδύς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[στομάχι]] («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιλιά]], [[υπογάστριο]]<br /><b>3.</b> [[σπλάγχνα]], [[εντόσθια]]<br /><b>4.</b> η [[μήτρα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[κοιλότητα]] αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», <b>Νίκ.</b><br />β. «νηδὺς λέβητος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ned</i>- «[[συμπλέκω]]» και η [[σύνδεση]] της με ΙΕ λ., όπως γοτθ. <i>nati</i> «[[δίχτυ]]» ή λατ. <i>nodus</i> «[[πλοκή]]», [[είναι]] υποθετική. Επίσης η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>abdomen</i> «[[υπογάστριο]]» και προέρχεται από αμάρτυρο επίρρ. <i>n</i><i>ē</i>- «[[κάτω]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δύομαι</i>, [[δύσις]]) δεν φαίνεται πολύ πιθανή].
|mltxt=[[νηδύς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[στομάχι]] («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κοιλιά]], [[υπογάστριο]]<br /><b>3.</b> [[σπλάγχνα]], [[εντόσθια]]<br /><b>4.</b> η [[μήτρα]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[κοιλότητα]] αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», <b>Νίκ.</b><br />β. «νηδὺς λέβητος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ned</i>- «[[συμπλέκω]]» και η [[σύνδεση]] της με ΙΕ λ., όπως γοτθ. <i>nati</i> «[[δίχτυ]]» ή λατ. <i>nodus</i> «[[πλοκή]]», [[είναι]] υποθετική. Επίσης η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με λατ. <i>abdomen</i> «[[υπογάστριο]]» και προέρχεται από αμάρτυρο επίρρ. <i>n</i><i>ē</i>- «[[κάτω]]» <span style="color: red;">+</span> <i>δυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>δύομαι</i>, [[δύσις]]) δεν φαίνεται πολύ πιθανή].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηδύς:''' [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[στομάχι]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιλιά]], [[γαστέρα]], [[υπογάστριο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· [[μήτρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, [[gremium]] telluris, σε Ευρ.
}}
}}