Anonymous

νεόφονος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόφονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>φονος</i>, [[μελισσόφονος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[νεόφονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που φονεύθηκε [[πριν]] από λίγο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αρτί</i>-<i>φονος</i>, [[μελισσόφονος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόφονος:''' -ον, λέγεται για φρεσκοχυμένο [[αίμα]], σε Ευρ.
}}
}}