Anonymous

νεόκμητος: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόκμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>].
|mltxt=[[νεόκμητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα<br /><b>2.</b> αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κμητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κμητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεόκμητος:''' -ον ([[κάμνω]]), αυτός που πρόσφατα έγινε [[αντικείμενο]] επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε [[πριν]] λίγο, σε Ευρ.
}}
}}