Anonymous

νιφόβολος: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νιφόβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους [[ἀναβολάς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
|mltxt=[[νιφόβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> σκεπασμένος με [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους [[ἀναβολάς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίφα]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νιφόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βλήθηκε από το [[χιόνι]], [[χιονοσκεπής]], λέγεται για βουνά, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}