3,258,172
edits
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktilampis | |Transliteration C=nyktilampis | ||
|Beta Code=nuktilamph/s | |Beta Code=nuktilamph/s | ||
|Definition= | |Definition=νυκτιλαμπές, ([[λάμπω]]) [[epithet]] of the ark of Danae, <b class="b3">δούρατι νυκτιλαμπεῖ</b> dub. l. in Simon.37.8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui brille la nuit]].<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[λάμπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νυκτῐλαμπής''': -ές, ([[λάμπω]]) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, [[τουτέστι]] σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin [[ὅμως]] (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει [[ἀντίφρασις]] οὐχὶ [[ἀσυνήθης]] παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ [[λέξις]] [[νυκτιλαμπής]], ἔλαβον [[ὅλως]] ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.» | |lstext='''νυκτῐλαμπής''': -ές, ([[λάμπω]]) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, [[τουτέστι]] σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin [[ὅμως]] (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει [[ἀντίφρασις]] οὐχὶ [[ἀσυνήθης]] παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ [[λέξις]] [[νυκτιλαμπής]], ἔλαβον [[ὅλως]] ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.» | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη [[νύχτα]], δηλ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σε Σιμων. | |lsmtext='''νυκτῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη [[νύχτα]], δηλ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σε Σιμων. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νυκτῐ-[[λαμπής]], ές [[λάμπω]]<br />illumined by [[night]] [[alone]], i. e. [[murky]], [[dark]], [[Simon]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>bei [[Nacht]] [[leuchtend]]</i>; Simonid. 7.8 bei Dion.Hal. <i>C.V</i>. 26 (Schaefer p. 434), von der Danae, σὺ … κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ, κυανέῳ δὲ δνόφῳ, <i>in dem [[Kasten]], [[Kerker]], in welchem nur die [[Nacht]] scheint, der wie die [[Nacht]] leuchtet</i>, dah. [[dunkel]] ist, [[wofür]] Ilgen νυκτὶ ἀλαμπεῖ und Schaefer νυκτιλάμπτῳ (was für νυκτίληπτος [[stehen]] und »von [[Nacht]] [[umgeben]]« [[heißen]] soll) vermutete, aber es ist [[Nichts]] zu [[ändern]]. | |||
}} | }} |