Anonymous

νυκτίπλανος: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτίπλανος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανάται τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>)].
|mltxt=[[νυκτίπλανος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανάται τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) -[[πλάνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτίπλᾰνος:''' -ον, αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]], σε Λουκ.
}}
}}