Anonymous

νύξ: Difference between revisions

From LSJ
2,787 bytes added ,  31 December 2018
5
(T21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=genitive νυκτός, ἡ (from a [[root]] [[meaning]] 'to [[disappear]]'; cf. Latin nox, German nacht, English [[night]]; [[Curtius]], § 94) (the Sept. for לַיִל and לַיְלָה) (from [[Homer]] [[down]]), [[night]]: [[ἵνα]] ἡ [[νύξ]] μή φοαινη τό τρίτον αὐτῆς, i. e. [[that]] the [[night]] should [[want]] a [[third]] [[part]] of the [[light]] [[which]] the [[moon]] and the stars [[give]] it, νυκτός, by [[night]] (Winer s Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26), τῆς νυκτός [[depend]] on [[φυλακάς]]); νυκτός καί ἡμέρας, ἡμέρας καί νυκτός, [[μέσης]] νυκτός, at [[midnight]], [[ταύτῃ]] τῇ νυκτί, [[this]] [[night]], τῇ νυκτί [[ἐκείνῃ]], τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, νύκτα καί ἡμέραν, τάς νύκτας, [[during]] the nights, [[every]] [[night]], νύκτας [[τεσσαράκοντα]], [[τρεῖς]], [[διά]] τῆς νυκτός, [[see]] [[διά]], A. II:1b.; δι' ὅλης (τῆς) νυκτός, the [[whole]] [[night]] [[through]], [[all]] [[night]], ἐν νυκτί, [[when]] he [[was]] [[asleep]], [[κλέπτης]]) ἐν νυκτί, in ἐν τῇ νυκτί, in (the [[course]] of) the [[night]], ἐν τῇ νυκτί [[ταύτῃ]], ἐν τῇ νυκτί ἡ κτλ. [[κατά]] [[μέσον]] τῆς νυκτός, [[about]] [[midnight]], 1 Thessalonians 5:5.
|txtha=genitive νυκτός, ἡ (from a [[root]] [[meaning]] 'to [[disappear]]'; cf. Latin nox, German nacht, English [[night]]; [[Curtius]], § 94) (the Sept. for לַיִל and לַיְלָה) (from [[Homer]] [[down]]), [[night]]: [[ἵνα]] ἡ [[νύξ]] μή φοαινη τό τρίτον αὐτῆς, i. e. [[that]] the [[night]] should [[want]] a [[third]] [[part]] of the [[light]] [[which]] the [[moon]] and the stars [[give]] it, νυκτός, by [[night]] (Winer s Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26), τῆς νυκτός [[depend]] on [[φυλακάς]]); νυκτός καί ἡμέρας, ἡμέρας καί νυκτός, [[μέσης]] νυκτός, at [[midnight]], [[ταύτῃ]] τῇ νυκτί, [[this]] [[night]], τῇ νυκτί [[ἐκείνῃ]], τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, νύκτα καί ἡμέραν, τάς νύκτας, [[during]] the nights, [[every]] [[night]], νύκτας [[τεσσαράκοντα]], [[τρεῖς]], [[διά]] τῆς νυκτός, [[see]] [[διά]], A. II:1b.; δι' ὅλης (τῆς) νυκτός, the [[whole]] [[night]] [[through]], [[all]] [[night]], ἐν νυκτί, [[when]] he [[was]] [[asleep]], [[κλέπτης]]) ἐν νυκτί, in ἐν τῇ νυκτί, in (the [[course]] of) the [[night]], ἐν τῇ νυκτί [[ταύτῃ]], ἐν τῇ νυκτί ἡ κτλ. [[κατά]] [[μέσον]] τῆς νυκτός, [[about]] [[midnight]], 1 Thessalonians 5:5.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νύξ:''' νυκτός, ἡ, Λατ. [[nox]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νύχτα]], δηλ. [[είτε]] με τη [[σημασία]] της [[χρονικής]] περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την [[ημέρα]]) ή απλά ως [[μία]] [[νύχτα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>νυκτός</i>, τη [[νύχτα]], Λατ. [[noctu]], σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς [[ἔτι]], ενώ ήταν [[ακόμη]] [[νύχτα]], σε Ηρόδ.· <i>νυκτὸς τῆσδε</i>, σε Σοφ.· <i>ἄκρας νυκτός</i>, στη βαθύτατη [[σιγή]] της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, <i>νυκτί</i>, σε Ηρόδ., Σοφ.· <i>[[νύκτα]]</i>, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, στο μακρύ [[διάστημα]] της νύχτας, σε Όμηρ.· <i>νύκτας</i>, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· <i>μέσαι νύκτες</i>, [[μεσάνυχτα]], [[μεσονύχτι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με προθ.· <i>ἀνὰ [[νύκτα]]</i>, κατά τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>διὰ [[νύκτα]]</i>, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰς [[νύκτα]]</i>, <i>εἰς τὴν [[νύκτα]]</i>, προς τη [[νύχτα]], σε Ξεν.· <i>ὑπὸ [[νύκτα]]</i>, [[μόλις]] νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· <i>διὰ νυκτός</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Πλάτ.· <i>ἐκ νυκτός</i>, [[αμέσως]] [[μόλις]] πέσει η [[νύχτα]], σε Ξεν.· [[πόρρω]] [[τῶν]] νυκτῶν, [[βαθιά]] μέσα στη [[νύχτα]], στον ίδ.· <i>ἐπὶ νυκτί</i>, τη [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐν νυκτί</i>, <i>ἐν τῇ νυκτί</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη [[νύχτα]] σε [[τρεις]] φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[σκοτάδι]] της νύχτας, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκοτάδι]], [[νύχτα]] του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ [[Ἅιδης]] τε σῳζόντων [[κάτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[Νύξ]], ως κύριο όνομα, η [[θεά]] της νύχτας, [[κόρη]] του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.<br /><b class="num">IV.</b> νυχτερινό ή εσπερινό [[μέρος]] του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.
}}
}}