3,277,402
edits
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νουθετητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νουθετητέον</i>, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ. | |||
}} | }} |