Anonymous

νουθετητέος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νουθετέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νουθετητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νουθετητέον</i>, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.
}}
}}