Anonymous

ξενολόγος: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον [[μετὰ]] πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον [[μετὰ]] πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.
}}
}}