3,273,006
edits
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[ναυτικός]], -ή, -όν) [[ναύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλοίο]] ή στη [[ναυτιλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ναυτικός]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[πλοίο]] [[είτε]] ως [[απλός]] [[ναύτης]] [[είτε]] ως [[βαθμοφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ναυτική</i><br />[[γνώση]] και [[εμπειρία]] ή [[επιτηδειότητα]] σε ναυτιλιακά θέματα, η [[τέχνη]] και η [[επιστήμη]] του ναυτικού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ναυτικό]]<br />το [[σύνολο]] τών πλοίων μιας χώρας, όπως [[επίσης]] και τών πληρωμάτων τους και τών βοηθητικών εξοπλισμών τους (α. «πολεμικό [[ναυτικό]]» β. «εμπορικό [[ναυτικό]]» γ. «[[μήτε]] ἐκεῑθεν ναυτικὸν ἐᾱσαι Πελοποννησίοις ἐπελθεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ναυτικά</i><br />α) ναυτικές υποθέσεις<br />β) ναυτική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) η [[στολή]] του ναυτικού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ναυτικά ατυχήματα» — ατυχήματα που συμβαίνουν στη [[θάλασσα]] και τα οποία έχουν ως [[συνέπεια]] την [[απώλεια]] ή τη [[βλάβη]] εμπορικού πλοίου ή του φορτίου του<br />β) «ναυτικά προνόμια»<br /><b>(νομ.)</b> απαιτήσεις που έχουν ιδιαίτερη νομική [[έννοια]] και ικανοποιούνται [[κατά]] [[προτεραιότητα]], δηλ. [[πριν]] από [[κάθε]] [[άλλη]] [[απαίτηση]], από την [[αξία]] του πλοίου και του ναύλου, όταν το [[πλοίο]] πουληθεί σε πλειστηριασμό<br />γ) «ναυτική [[εργασία]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[εργασία]] που παρέχουν αυτοί που εργάζονται σε πλοία<br />δ) «ναυτική [[πίστη]]»<br /><b>(οικον.)</b> η πιστωτική [[μεταχείριση]] τών ναυτιλιακών επιχειρήσεων για [[αγορά]] ή [[ναυπήγηση]] πλοίων ή και για κινήσεις κεφαλαίων<br />ε) «ναυτική [[υποθήκη]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[παροχή]] του εμπράγματου δικαιώματος της υποθήκης σε [[πλοίο]]<br />στ) «[[ναυτικό]] [[δάνειο]]»<br /><b>(οικον.)</b> [[δάνειο]] που παρέχεται σε πλοιοκτήτες για την [[αντιμετώπιση]] έκτακτων αναγκών<br />ζ) «[[ναυτικό]] [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κλάδος]] του δικαίου που ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις οι οποίες απορρέουν από το θαλάσσιο [[εμπόριο]] και γενικά από τη [[δραστηριότητα]] της εμπορικής ναυτιλίας<br />η) «[[ναυτικό]] [[δίπλωμα]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[έγγραφο]] αποδεικτικό της ναυτικής ικανότητας<br />θ) «[[ναυτικό]] [[μίλι]]» — [[μήκος]] που αντιστοιχεί σε 1' [[λεπτό]] τόξου μέγιστου κύκλου της γήινης σφαίρας και ισούται με 1. 852 [[μέτρα]]<br />ι) «[[ναυτικό]] [[φυλλάδιο]]» — [[φυλλάδιο]] που εκδίδεται από τις λιμενικές αρχές και πιστοποιεί τη ναυτική [[ιδιότητα]] του κατόχου του, [[αλλά]] χρησιμεύει και για την [[καταχώριση]] τών πράξεων ναυτολόγησης και απόλυσης του ναυτικού<br />ια) «ναυτικοί αντιδραστήρες»<br />(πυρην. φυσ.) πυρηνικοί αντιδραστήρες οι οποίοι χρησιμοποιούν την [[ενέργεια]] που παρέχεται από τις πυρηνικές καύσιμες ύλες για την [[κίνηση]] πλοίων επιφανείας ή υποβρυχίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε ναυτιλιακά θέματα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[πλήρωμα]]<br />β) η [[αμοιβή]] του πηδαλιούχου πλοίου<br />γ) τα [[πορθμεία]]<br /><b>3.</b> [[δάνειο]] που δινόταν με [[υποθήκη]] ή ενεχυριασμό πλοίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ναυτικὸς [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] τών χρημάτων που λαμβάνονται από [[πλοίο]] το οποίο έχει υποθηκευθεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ναυτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ναυτικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ναυτικούς ή σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] τών ναυτικών. | |mltxt=-ή, -ὁ (ΑΜ [[ναυτικός]], -ή, -όν) [[ναύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πλοίο]] ή στη [[ναυτιλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ναυτικός]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[πλοίο]] [[είτε]] ως [[απλός]] [[ναύτης]] [[είτε]] ως [[βαθμοφόρος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ναυτική</i><br />[[γνώση]] και [[εμπειρία]] ή [[επιτηδειότητα]] σε ναυτιλιακά θέματα, η [[τέχνη]] και η [[επιστήμη]] του ναυτικού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ναυτικό]]<br />το [[σύνολο]] τών πλοίων μιας χώρας, όπως [[επίσης]] και τών πληρωμάτων τους και τών βοηθητικών εξοπλισμών τους (α. «πολεμικό [[ναυτικό]]» β. «εμπορικό [[ναυτικό]]» γ. «[[μήτε]] ἐκεῑθεν ναυτικὸν ἐᾱσαι Πελοποννησίοις ἐπελθεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ναυτικά</i><br />α) ναυτικές υποθέσεις<br />β) ναυτική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) η [[στολή]] του ναυτικού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ναυτικά ατυχήματα» — ατυχήματα που συμβαίνουν στη [[θάλασσα]] και τα οποία έχουν ως [[συνέπεια]] την [[απώλεια]] ή τη [[βλάβη]] εμπορικού πλοίου ή του φορτίου του<br />β) «ναυτικά προνόμια»<br /><b>(νομ.)</b> απαιτήσεις που έχουν ιδιαίτερη νομική [[έννοια]] και ικανοποιούνται [[κατά]] [[προτεραιότητα]], δηλ. [[πριν]] από [[κάθε]] [[άλλη]] [[απαίτηση]], από την [[αξία]] του πλοίου και του ναύλου, όταν το [[πλοίο]] πουληθεί σε πλειστηριασμό<br />γ) «ναυτική [[εργασία]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[εργασία]] που παρέχουν αυτοί που εργάζονται σε πλοία<br />δ) «ναυτική [[πίστη]]»<br /><b>(οικον.)</b> η πιστωτική [[μεταχείριση]] τών ναυτιλιακών επιχειρήσεων για [[αγορά]] ή [[ναυπήγηση]] πλοίων ή και για κινήσεις κεφαλαίων<br />ε) «ναυτική [[υποθήκη]]»<br /><b>(νομ.)</b> η [[παροχή]] του εμπράγματου δικαιώματος της υποθήκης σε [[πλοίο]]<br />στ) «[[ναυτικό]] [[δάνειο]]»<br /><b>(οικον.)</b> [[δάνειο]] που παρέχεται σε πλοιοκτήτες για την [[αντιμετώπιση]] έκτακτων αναγκών<br />ζ) «[[ναυτικό]] [[δίκαιο]]»<br /><b>(νομ.)</b> ο [[κλάδος]] του δικαίου που ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις οι οποίες απορρέουν από το θαλάσσιο [[εμπόριο]] και γενικά από τη [[δραστηριότητα]] της εμπορικής ναυτιλίας<br />η) «[[ναυτικό]] [[δίπλωμα]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[έγγραφο]] αποδεικτικό της ναυτικής ικανότητας<br />θ) «[[ναυτικό]] [[μίλι]]» — [[μήκος]] που αντιστοιχεί σε 1' [[λεπτό]] τόξου μέγιστου κύκλου της γήινης σφαίρας και ισούται με 1. 852 [[μέτρα]]<br />ι) «[[ναυτικό]] [[φυλλάδιο]]» — [[φυλλάδιο]] που εκδίδεται από τις λιμενικές αρχές και πιστοποιεί τη ναυτική [[ιδιότητα]] του κατόχου του, [[αλλά]] χρησιμεύει και για την [[καταχώριση]] τών πράξεων ναυτολόγησης και απόλυσης του ναυτικού<br />ια) «ναυτικοί αντιδραστήρες»<br />(πυρην. φυσ.) πυρηνικοί αντιδραστήρες οι οποίοι χρησιμοποιούν την [[ενέργεια]] που παρέχεται από τις πυρηνικές καύσιμες ύλες για την [[κίνηση]] πλοίων επιφανείας ή υποβρυχίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[έμπειρος]] σε ναυτιλιακά θέματα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[πλήρωμα]]<br />β) η [[αμοιβή]] του πηδαλιούχου πλοίου<br />γ) τα [[πορθμεία]]<br /><b>3.</b> [[δάνειο]] που δινόταν με [[υποθήκη]] ή ενεχυριασμό πλοίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ναυτικὸς [[τόκος]]» — ο [[τόκος]] τών χρημάτων που λαμβάνονται από [[πλοίο]] το οποίο έχει υποθηκευθεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ναυτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ναυτικῶς)<br />με τρόπο που αρμόζει σε ναυτικούς ή σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] τών ναυτικών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυτικός:''' -ή, -όν ([[ναύτης]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πλέει στη [[θάλασσα]], [[ναυτικός]]· ὁ ναυτικὸς [[στρατός]], αντίθ. προς το ὁ [[πεζός]], σε Ηρόδ.· ναυτικὸς [[λεώς]], σε Αισχύλ.· [[στόλος]], σε Σοφ.· <i>ναυτικὰ ἐρείπια</i>, απομεινάρια πλοίων, σε Αισχύλ.· ναυτικὴ [[ἀναρχία]], [[ανταρσία]] ναυτικού πληρώματος, σε Ευρ.· <i>τὸ ναυτικόν</i>, [[ναυτικό]] στρατιωτικό [[σώμα]], [[στόλος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσ., [[προικισμένος]], [[έμπειρος]] στη ναυσιπλοΐα, [[ικανός]] [[ναυτικός]]· <i>ναυτικοὶ ἐγένοντο</i>, αναδείχθηκαν σε ναυτική [[δύναμη]], έγιναν [[ναυτικό]] [[κράτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἡ ναυτική</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[εμπειρία]] στη ναυσιπλοΐα, [[ικανότητα]] στη [[ναυτιλία]], σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>τὰ ναυτικά</i>, σε Πλάτ.· [[αλλά]], <i>τὰ ναυτικά</i>, ναυτικά θέματα, ναυτικές υποθέσεις, ναυτική [[ισχύς]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, <i>τὸ ναυτικόν</i> ως [[τεχνικός]] όρος σήμαινε χρηματικό [[ποσό]] που ήταν [[αντικείμενο]] δανεισμού, με όρο την [[υποθήκευση]] του πλοίου, σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |