Anonymous

νοτίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νοτίζω]]) [[νότος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[υγρό]] ή νοτερό, [[υγραίνω]], [[διαβρέχω]]<br /><b>2.</b> καθίσταμαι [[υγρός]], διαβρέχομαι («ο [[τοίχος]] νότισε»)<br /><b>3.</b> [[ουρώ]] («το [[μωρό]] νότισε το [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρώνω]].
|mltxt=(ΑΜ [[νοτίζω]]) [[νότος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] [[υγρό]] ή νοτερό, [[υγραίνω]], [[διαβρέχω]]<br /><b>2.</b> καθίσταμαι [[υγρός]], διαβρέχομαι («ο [[τοίχος]] νότισε»)<br /><b>3.</b> [[ουρώ]] («το [[μωρό]] νότισε το [[στρώμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νοτίζω:''' ([[νότος]]), μέλ. <i>-ίσω</i>, [[υγραίνω]], [[βρέχω]] — Παθ., υγραίνομαι ή [[γίνομαι]] [[υγρός]], βρέχομαι, σε Πλάτ., Ανθ.
}}
}}