3,273,773
edits
(28) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀδύνη]])<br />[[ισχυρός]] [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[θλίψη]] (α. «[[γιατί]] [[κακά]] γιατρεύουσι τσ' αγάπης την [[οδύνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ὅτι [[λύπη]] μοί ἐστι [[μεγάλη]] καὶ [[ἀδιάλειπτος]] [[ὀδύνη]] τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[περιορισμός]] της ψυχικής δυναμικότητας ενός ατόμου που, [[κυρίως]], οφείλεται στις ενέργειες κάποιου άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]] [[σωματικός]] [[πόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>οδ</i>-<i>ύν</i>-<i>η</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οδ</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδω</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] <i>wen</i>- / -<i>un</i>- και κατάλ. -<i>ā</i> / -<i>n</i>. Απαθή [[βαθμίδα]] εμφανίζει [[ένας]] πιθ. αιολ. τ. <i>ἐδύνα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδοντες</i>: <i>ὀδόντες</i>), αν η [[ίδια]] η λ. [[ὀδύνη]] δεν προήλθε —όπως όχι τόσο πειστικά έχει υποστηριχθεί— από τον τ. <i>ἐδύνα</i>, με αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>ε</i> > <i>ο</i> προ του -<i>υ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κρέμυον</i> > [[κρόμυον]]). Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» στη σημ. «[[πόνος]]» του [[ὀδύνη]] φαίνεται [[προϊόν]] μεταφορικής χρήσης (της αντίληψης ότι ο [[πόνος]] κατατρώει, βασανίζει την [[ψυχή]] και το [[σώμα]]<br /><b>πρβλ.</b> λατ. φρ. <i>curae edaces</i> «φροντίδες πολυφάγες», λιθουαν. <i>edziotis</i> «[[βασανίζω]]»: <i>edzioti</i> «[[τρώω]], [[δαγκώνω]]»). Τέλος, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[επίθημα]] -<i>wr</i> ανάγεται η λ. [[εἶδαρ]] «[[τροφή]], [[φαγητό]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔ</i>-<i>δF</i>-<i>aρ</i>)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδύρομαι]]. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ώδυνος</i>, όπου το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οδυνηρός]], [[οδυνώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδυναίτερος]], [[οδυνώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[οδυνήφατος]], [[οδυνηφόρος]], [[οδυνοποιός]], [[οδυνοσπάς]]. (Β συνθετικό σε -<i>ωδυνος</i>) [[ανώδυνος]], [[επώδυνος]], [[πολυώδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακεσώδυνος]], [[βαρυώδυνος]], [[διώδυνος]], [[εριώδυνος]], [[κατώδυνος]], [[μεγαλώδυνος]], [[νώδυνος]], [[πανώδυνος]], [[παυσώδυνος]], [[περιώδυνος]], [[πολυανώδυνος]], [[υπερώδυνος]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ὀδύνη]])<br />[[ισχυρός]] [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[θλίψη]] (α. «[[γιατί]] [[κακά]] γιατρεύουσι τσ' αγάπης την [[οδύνη]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ὅτι [[λύπη]] μοί ἐστι [[μεγάλη]] καὶ [[ἀδιάλειπτος]] [[ὀδύνη]] τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[περιορισμός]] της ψυχικής δυναμικότητας ενός ατόμου που, [[κυρίως]], οφείλεται στις ενέργειες κάποιου άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[οξύς]] [[σωματικός]] [[πόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>οδ</i>-<i>ύν</i>-<i>η</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οδ</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδω</i>) και εμφανίζει [[επίθημα]] <i>wen</i>- / -<i>un</i>- και κατάλ. -<i>ā</i> / -<i>n</i>. Απαθή [[βαθμίδα]] εμφανίζει [[ένας]] πιθ. αιολ. τ. <i>ἐδύνα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδοντες</i>: <i>ὀδόντες</i>), αν η [[ίδια]] η λ. [[ὀδύνη]] δεν προήλθε —όπως όχι τόσο πειστικά έχει υποστηριχθεί— από τον τ. <i>ἐδύνα</i>, με αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>ε</i> > <i>ο</i> προ του -<i>υ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κρέμυον</i> > [[κρόμυον]]). Η σημασιολογική [[εξέλιξη]] της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» στη σημ. «[[πόνος]]» του [[ὀδύνη]] φαίνεται [[προϊόν]] μεταφορικής χρήσης (της αντίληψης ότι ο [[πόνος]] κατατρώει, βασανίζει την [[ψυχή]] και το [[σώμα]]<br /><b>πρβλ.</b> λατ. φρ. <i>curae edaces</i> «φροντίδες πολυφάγες», λιθουαν. <i>edziotis</i> «[[βασανίζω]]»: <i>edzioti</i> «[[τρώω]], [[δαγκώνω]]»). Τέλος, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με [[επίθημα]] -<i>wr</i> ανάγεται η λ. [[εἶδαρ]] «[[τροφή]], [[φαγητό]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔ</i>-<i>δF</i>-<i>aρ</i>)<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδύρομαι]]. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ώδυνος</i>, όπου το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οδυνηρός]], [[οδυνώμαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδυναίτερος]], [[οδυνώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[οδυνήφατος]], [[οδυνηφόρος]], [[οδυνοποιός]], [[οδυνοσπάς]]. (Β συνθετικό σε -<i>ωδυνος</i>) [[ανώδυνος]], [[επώδυνος]], [[πολυώδυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακεσώδυνος]], [[βαρυώδυνος]], [[διώδυνος]], [[εριώδυνος]], [[κατώδυνος]], [[μεγαλώδυνος]], [[νώδυνος]], [[πανώδυνος]], [[παυσώδυνος]], [[περιώδυνος]], [[πολυανώδυνος]], [[υπερώδυνος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀδύνη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[σωματικός]] [[πόνος]], [[άλγος]], Λατ. [[dolor]], σε Όμηρ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψυχικός]] [[πόνος]], [[λύπη]], [[θλίψη]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ὀδύνη]] τινός, [[λύπη]], [[καημός]] γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |