Anonymous

ὀδούς: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀδούς]], -όντος, Α ιων. τ. [[ὀδών]])<br /><b>1.</b> το [[δόντι]] (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.<br />β. «ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυλινδροειδής]] [[απόφυση]] του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> («οφθαλμόν [[αντί]] οφθαλμού και) οδόντα [[αντί]] οδόντος» — άμεση και σκληρή [[εκδίκηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, [[πάνοπλος]]<br /><b>φρ.</b> α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το [[κροτάλισμα]] τών δοντιών που οφείλεται στο [[ψύχος]] ή στον φόβο<br />β) «ὀδόντες ὀξεῑς» και «ὀδόντες πλατεῑς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ὀδών]] / [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> εμφανίζουν [[θέμα]] <i>οδ</i>- / <i>εδ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδοντες</i>) και συνδέονται πιθ. με αρμ. <i>atamn</i>, [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο [[είναι]] οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. του <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», αναγόμενη στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>-) της ρίζας <i>ed</i>- (<i>ὀ</i>-<i>δ</i>-<i>ών</i>). Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της μαρτυρείται στον τ. <i>ἔδ</i>-<i>οντες</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐών</i>: ὤν μτχ. του [[εἰμί]]). Απορίες [[ωστόσο]] γεννά το αρκτικό ο<br />του [[ὀδών]], που [[είτε]] αποτελεί ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>εδ</i>- [[είτε]] [[είναι]] [[προϊόν]] αφομοιώσεως του <i>ε</i>- (<i>ἔδοντες</i>) σε <i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[ὀδύνη]]: <i>ἐδύνα</i>)<br />β) να θεωρηθεί το αρκτικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- της λ. [[πρόθεση]] (<b>πρβλ.</b> [[οβελός]]) και το [[θέμα]] -<i>δών</i>, -<i>δόντος</i>, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>dens</i>, <i>dentis</i>, αρχ. ινδ. <i>dan</i>, <i>datah</i>, αρχ. γερμ. <i>zand</i>, αρχ. ιρλδ. <i>det</i>, γαλατ. <i>dant</i>, λιθουαν. <i>dantis</i>), να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>den</i>-<i>t</i>- / <i>don</i>-<i>t</i><br />/ <i>dņt</i> παράλληλη της <i>den</i>-<i>k</i><br />/ <i>dņk</i>- του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dasati</i>). Η λ. [[ὀδών]] μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] επιθ. <i>odatuweta</i> / <i>odatweta</i> = <i>ὀδάτFεντα</i> με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή [[μορφή]]», ενώ οι τ. <i>odakuweta</i> / <i>odakeweta</i> οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>τσε</i> -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὀδάξ]]). Αρχικός θεωρείται ο τ. [[ὀδών]], ενώ ο τ. [[ὀδούς]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]], αναλογικά [[προς]] τις μτχ. του τύπου <i>δι</i>-<i>δούς</i>. Ο τ. [[ὀδών]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ωδων</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα [[νωδός]], [[αἱμωδέω]]. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο [[λόγιος]] (στην [[επιστήμη]]) τ. [[οδούς]] και ο τ. [[δόντι]] με σίγηση του αρκτ. άτονου ο<br />(<b>πρβλ.</b> [[οφρύς]]: [[φρύδι]]).Σύνθ. και παρ. του [[οδούς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οδοντικός]], <i>οδοντώ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντάριον]], [[οδοντίζω]], [[οδοντίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οδοντιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδοντάς]], [[οδοντίας]], [[οδόντιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδοντίνη]], [[οδοντίτιδα]], [[οδοντώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οδοντάγρα]], [[οδονταλγώ]], <i>οδοντογλυφίς</i>(-<i>ίδα</i>), [[οδοντοειδής]], [[οδοντοξέστης]], [[οδοντότριμμα]], [[οδοντοφόρος]], [[οδοντοφυώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντόγλυφον]], [[οδοντόκερας]], [[οδοντοξυστήρ]], [[οδοντοποιώ]], [[οδοντοτύραννος]], [[οδοντοφυής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδονταγωγόν]], [[οδοντοβολώ]], [[οδοντομάχης]], [[οδοντοπονία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδοντόσμηγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδόβαινος]], [[οδοκοιλεύς]], [[οδόντασπις]], [[οδοντατροφία]], [[οδοντίατρος]], [[οδοντοβλάστη]], [[οδοντόβουρτσα]], [[οδοντογένεση]], [[οδοντόγλωσσο]], [[οδοντόγναθα]], [[οδοντογονία]], [[οδοντογραφία]], [[οδοντογράφος]], <i>οδοντοδυνία</i>, [[οδοντοθεραπεία]], [[οδοντοκεραμεική]], [[οδοντοκήλη]], [[οδοντοκήτη]], [[οδοντόκλαση]], <i>οδοντοκλάοτης</i>, [[οδοντοκοιλία]], [[οδοντοκονία]], [[οδοντόκονις]], [[οδοντοκοσμητικό]], [[οδοντόκρεμα]], <i>οδοντολαδίδα</i>, [[οδοντόλιθος]], [[οδοντολογία]], [[οδοντολόγος]], [[οδοντολοξία]], [[οδοντόμετρο]], [[οδοντομήλη]], [[οδοντοπάθεια]], [[οδοντόπαστα]], [[οδοντοπεριόστεο]], [[οδοντόπλυμα]], [[οδοντόπονος]], [[οδοντοπρόφερτος]], [[οδοντοπώμασμα]], [[οδοντορθωσία]], [[οδοντορραγία]], [[οδοντορραμφή]], [[οδοντοσάπων]], [[οδοντοσκευασία]], [[οδοντόσκονη]], [[οδοντοσκόπιο]], [[οδοντοσμηκτικός]], [[οδοντόσπερμο]], [[οδοντοστοιχία]], <i>οδοντοστοματολογία</i>, [[οδοντοσφράγιση]], [[οδοντοσφράγισμα]], [[οδοντοτεχνίτης]], [[οδοντότρηση]], <i>οδοντοτριδή</i>, [[οδοντοτριπτικός]], [[οδοντοφατνιακός]], [[οδοντοφύραμα]], [[οδοντόφωνος]], [[οδοντόψηκτρα]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδων</i> / -<i>ώδων</i>) <b>αρχ.</b> [[αμφόδων]] / -<i>ώδων</i>, <i>ανόδων</i>, <i>αργιόδων</i>, <i>εξώδων</i>, <i>εριώδων</i>, [[καρχαρόδων]], [[κυνόδων]], [[λαγώδων]], [[προόδων]] / -<i>ώδων</i>, [[συνόδων]], [[χαυλιόδων]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδους</i>) [[αραιόδους]], [[κυνόδους]], [[μεγαλόδους]], [[μονόδους]], [[μυλόδους]], [[χαυλιόδους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκυλόδους]], [[αργιόδους]], [[διόδους]], [[καρχαρόδους]], [[κρατερόδους]], [[μυριόδους]], [[οξυόδους]], [[πολυόδους]], [[προόδους]], [[πυκνόδους]], [[συνόδους]], [[τραχυόδους]], [[τριόδους]], [[χαλκόδους]], [[χρυσεόδους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόδους]], <i>γιγαντόδους</i>, <i>ελεφαντόδους</i>, [[θηκόδους]], [[λευκόδους]], [[μικρόδους]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀδούς]], -όντος, Α ιων. τ. [[ὀδών]])<br /><b>1.</b> το [[δόντι]] (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.<br />β. «ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυλινδροειδής]] [[απόφυση]] του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> («οφθαλμόν [[αντί]] οφθαλμού και) οδόντα [[αντί]] οδόντος» — άμεση και σκληρή [[εκδίκηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, [[πάνοπλος]]<br /><b>φρ.</b> α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το [[κροτάλισμα]] τών δοντιών που οφείλεται στο [[ψύχος]] ή στον φόβο<br />β) «ὀδόντες ὀξεῑς» και «ὀδόντες πλατεῑς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ὀδών]] / [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> εμφανίζουν [[θέμα]] <i>οδ</i>- / <i>εδ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἔδοντες</i>) και συνδέονται πιθ. με αρμ. <i>atamn</i>, [[παρά]] τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο [[είναι]] οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. του <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», αναγόμενη στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>δ</i>-) της ρίζας <i>ed</i>- (<i>ὀ</i>-<i>δ</i>-<i>ών</i>). Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της μαρτυρείται στον τ. <i>ἔδ</i>-<i>οντες</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐών</i>: ὤν μτχ. του [[εἰμί]]). Απορίες [[ωστόσο]] γεννά το αρκτικό ο<br />του [[ὀδών]], που [[είτε]] αποτελεί ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θέματος <i>εδ</i>- [[είτε]] [[είναι]] [[προϊόν]] αφομοιώσεως του <i>ε</i>- (<i>ἔδοντες</i>) σε <i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> και [[ὀδύνη]]: <i>ἐδύνα</i>)<br />β) να θεωρηθεί το αρκτικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- της λ. [[πρόθεση]] (<b>πρβλ.</b> [[οβελός]]) και το [[θέμα]] -<i>δών</i>, -<i>δόντος</i>, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>dens</i>, <i>dentis</i>, αρχ. ινδ. <i>dan</i>, <i>datah</i>, αρχ. γερμ. <i>zand</i>, αρχ. ιρλδ. <i>det</i>, γαλατ. <i>dant</i>, λιθουαν. <i>dantis</i>), να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>den</i>-<i>t</i>- / <i>don</i>-<i>t</i><br />/ <i>dņt</i> παράλληλη της <i>den</i>-<i>k</i><br />/ <i>dņk</i>- του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>dasati</i>). Η λ. [[ὀδών]] μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] επιθ. <i>odatuweta</i> / <i>odatweta</i> = <i>ὀδάτFεντα</i> με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή [[μορφή]]», ενώ οι τ. <i>odakuweta</i> / <i>odakeweta</i> οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>τσε</i> -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ὀδάξ]]). Αρχικός θεωρείται ο τ. [[ὀδών]], ενώ ο τ. [[ὀδούς]] σχηματίστηκε [[υστερογενώς]], αναλογικά [[προς]] τις μτχ. του τύπου <i>δι</i>-<i>δούς</i>. Ο τ. [[ὀδών]] εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ωδων</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., [[τέλος]], εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα [[νωδός]], [[αἱμωδέω]]. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο [[λόγιος]] (στην [[επιστήμη]]) τ. [[οδούς]] και ο τ. [[δόντι]] με σίγηση του αρκτ. άτονου ο<br />(<b>πρβλ.</b> [[οφρύς]]: [[φρύδι]]).Σύνθ. και παρ. του [[οδούς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οδοντικός]], <i>οδοντώ</i>(-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντάριον]], [[οδοντίζω]], [[οδοντίς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οδοντιώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδοντάς]], [[οδοντίας]], [[οδόντιον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδοντίνη]], [[οδοντίτιδα]], [[οδοντώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οδοντάγρα]], [[οδονταλγώ]], <i>οδοντογλυφίς</i>(-<i>ίδα</i>), [[οδοντοειδής]], [[οδοντοξέστης]], [[οδοντότριμμα]], [[οδοντοφόρος]], [[οδοντοφυώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οδοντόγλυφον]], [[οδοντόκερας]], [[οδοντοξυστήρ]], [[οδοντοποιώ]], [[οδοντοτύραννος]], [[οδοντοφυής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οδονταγωγόν]], [[οδοντοβολώ]], [[οδοντομάχης]], [[οδοντοπονία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[οδοντόσμηγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οδόβαινος]], [[οδοκοιλεύς]], [[οδόντασπις]], [[οδοντατροφία]], [[οδοντίατρος]], [[οδοντοβλάστη]], [[οδοντόβουρτσα]], [[οδοντογένεση]], [[οδοντόγλωσσο]], [[οδοντόγναθα]], [[οδοντογονία]], [[οδοντογραφία]], [[οδοντογράφος]], <i>οδοντοδυνία</i>, [[οδοντοθεραπεία]], [[οδοντοκεραμεική]], [[οδοντοκήλη]], [[οδοντοκήτη]], [[οδοντόκλαση]], <i>οδοντοκλάοτης</i>, [[οδοντοκοιλία]], [[οδοντοκονία]], [[οδοντόκονις]], [[οδοντοκοσμητικό]], [[οδοντόκρεμα]], <i>οδοντολαδίδα</i>, [[οδοντόλιθος]], [[οδοντολογία]], [[οδοντολόγος]], [[οδοντολοξία]], [[οδοντόμετρο]], [[οδοντομήλη]], [[οδοντοπάθεια]], [[οδοντόπαστα]], [[οδοντοπεριόστεο]], [[οδοντόπλυμα]], [[οδοντόπονος]], [[οδοντοπρόφερτος]], [[οδοντοπώμασμα]], [[οδοντορθωσία]], [[οδοντορραγία]], [[οδοντορραμφή]], [[οδοντοσάπων]], [[οδοντοσκευασία]], [[οδοντόσκονη]], [[οδοντοσκόπιο]], [[οδοντοσμηκτικός]], [[οδοντόσπερμο]], [[οδοντοστοιχία]], <i>οδοντοστοματολογία</i>, [[οδοντοσφράγιση]], [[οδοντοσφράγισμα]], [[οδοντοτεχνίτης]], [[οδοντότρηση]], <i>οδοντοτριδή</i>, [[οδοντοτριπτικός]], [[οδοντοφατνιακός]], [[οδοντοφύραμα]], [[οδοντόφωνος]], [[οδοντόψηκτρα]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδων</i> / -<i>ώδων</i>) <b>αρχ.</b> [[αμφόδων]] / -<i>ώδων</i>, <i>ανόδων</i>, <i>αργιόδων</i>, <i>εξώδων</i>, <i>εριώδων</i>, [[καρχαρόδων]], [[κυνόδων]], [[λαγώδων]], [[προόδων]] / -<i>ώδων</i>, [[συνόδων]], [[χαυλιόδων]]. (Β' συνθετικό σε -<i>όδους</i>) [[αραιόδους]], [[κυνόδους]], [[μεγαλόδους]], [[μονόδους]], [[μυλόδους]], [[χαυλιόδους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκυλόδους]], [[αργιόδους]], [[διόδους]], [[καρχαρόδους]], [[κρατερόδους]], [[μυριόδους]], [[οξυόδους]], [[πολυόδους]], [[προόδους]], [[πυκνόδους]], [[συνόδους]], [[τραχυόδους]], [[τριόδους]], [[χαλκόδους]], [[χρυσεόδους]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανόδους]], <i>γιγαντόδους</i>, <i>ελεφαντόδους</i>, [[θηκόδους]], [[λευκόδους]], [[μικρόδους]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀδούς:''' Ιων. [[ὀδών]], ὀδόντος, ὁ, Λατ. [[dens]], dentis, [[δόντι]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· [[ἕρκος]] ὀδόντων, βλ. [[ἕρκος]] I· <i>πρίειν ὀδόντας</i>, βλ. [[πρίω]].
}}
}}