Anonymous

ξεναγέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conduire des étrangers;<br /><b>2</b> commander des soldats étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξεναγός]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conduire des étrangers;<br /><b>2</b> commander des soldats étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξεναγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενᾱγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[ξεναγός]], δηλ. [[αρχηγός]] των μισθοφόρων, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδηγώ]] τους ξένους και τους [[δείχνω]] τα αξιοθέατα, σε Λουκ. — Παθ., απρόσ., <i>ἄριστά σοι ἐξενάγηται</i>, το [[αποτέλεσμα]] της δουλειάς [[σου]] ως ξεναγού υπήρξε τέλειο, σε Πλάτ.
}}
}}