Anonymous

ὀγκύλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκύλλομαι]] και ὀγκυλοῡμαι, -όομαι (Α)<br /><b>1.</b> διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επαίρομαι, [[υπερηφανεύομαι]] («ὠγκυλωμένος<br />[[υπερήφανος]]», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγκυλον</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγκύλος]]: [[αγκύλλω]])].
|mltxt=[[ὀγκύλλομαι]] και ὀγκυλοῡμαι, -όομαι (Α)<br /><b>1.</b> διογκώνομαι, εξογκώνομαι, πρήζομαι<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επαίρομαι, [[υπερηφανεύομαι]] («ὠγκυλωμένος<br />[[υπερήφανος]]», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγκυλον</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγκύλος]]: [[αγκύλλω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀγκύλλομαι:''' Παθ., <i>ὀγκόομαι</i>, είμαι [[αλαζόνας]], [[κομπάζω]], σε Αριστοφ.
}}
}}