Anonymous

νηστεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(27)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νηστεύω]], Μ και νηστεύγω) [[νήστις]]<br /><b>1.</b> [[απέχω]] από [[τροφή]], [[μένω]] [[νηστικός]]<br /><b>2.</b> [[απέχω]] από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απέχω]] από κάποια [[ενέργεια]] ή από σαρκικές απολαύσεις, [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).
|mltxt=(ΑΜ [[νηστεύω]], Μ και νηστεύγω) [[νήστις]]<br /><b>1.</b> [[απέχω]] από [[τροφή]], [[μένω]] [[νηστικός]]<br /><b>2.</b> [[απέχω]] από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απέχω]] από κάποια [[ενέργεια]] ή από σαρκικές απολαύσεις, [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απέχω]] από το [[φαγητό]], σε Αριστοφ.
}}
}}