3,274,913
edits
(6_15) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. | |lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξανθόχροος:''' -ον ([[χρόα]], [[χρώς]]), αυτός που έχει κιτρινωπό [[δέρμα]], σε Μόσχ. | |||
}} | }} |