Anonymous

ξανθόχροος: Difference between revisions

From LSJ
5
(6_15)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
|lstext='''ξανθόχροος''': -ον, ([[χρόα]], χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόχροος:''' -ον ([[χρόα]], [[χρώς]]), αυτός που έχει κιτρινωπό [[δέρμα]], σε Μόσχ.
}}
}}