Anonymous

ναύσταθμον: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναύσταθμον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ναύσταθμος]].
|mltxt=[[ναύσταθμον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ναύσταθμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ναύσταθμον:''' τό ([[σταθμός]]), [[λιμάνι]], αγκυροβόλι, όρμος, [[σταθμός]] πλοίων, [[αραξοβόλι]], Λατ. [[statio]] navium, σε Ευρ., Θουκ.
}}
}}