Anonymous

οἰκοδομητικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοδομητικός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[οικοδόμηση]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ οἰκοδομητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[αρχιτεκτονική]].
|mltxt=[[οἰκοδομητικός]], -ή, -όν (Α) [[οικοδομητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[οικοδόμηση]] ή ο [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ οἰκοδομητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[αρχιτεκτονική]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδομητικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[αρχιτεκτονική]], σε Λουκ.
}}
}}