Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νειός: Difference between revisions

From LSJ
499 bytes added ,  31 December 2018
5
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νειός]], ἡ (ΑΜ, Α και [[νεός]] και νέα)<br /><b>1.</b> [[αγρός]] ο [[οποίος]] οργώθηκε και [[πάλι]], [[αφού]] παρέμεινε [[χέρσος]] για λίγο χρόνο με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] της γης, [[νιάμα]] («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[άροση]], το όργωμα και [[ιδίως]] η ειδική [[σπορά]] αγρού για αναζωογόνησή του<br /><b>αρχ.</b><br />θηλυκό [[άλογο]] που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neiwos</i>, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. <i>ni</i> «[[χαμηλά]], [[κάτω]]». Επομένως, [[νειός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νειFός</i>. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>niva</i>, σερβοκροατ. <i>njiva</i> και ρωσ. <i>niva</i>, όλα με σημ. «[[αγρός]], καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] [[μεταξύ]] των οικογενειών του [[νειός]] και του [[νέος]] (<b>πρβλ.</b> [[νέατος]], <i>νεώ</i>)].
|mltxt=[[νειός]], ἡ (ΑΜ, Α και [[νεός]] και νέα)<br /><b>1.</b> [[αγρός]] ο [[οποίος]] οργώθηκε και [[πάλι]], [[αφού]] παρέμεινε [[χέρσος]] για λίγο χρόνο με σκοπό την [[ενδυνάμωση]] της γης, [[νιάμα]] («αἴτιον τοῡ θᾱττον ἐκτελοῡν καὶ μὴ καρπίζεσθαι τἠν γῆν, ἀλλὰ νειὸν ποιεῑν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> η [[άροση]], το όργωμα και [[ιδίως]] η ειδική [[σπορά]] αγρού για αναζωογόνησή του<br /><b>αρχ.</b><br />θηλυκό [[άλογο]] που αφέθηκε ανόχευτο για έναν χρόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>neiwos</i>, όν. που θεωρείται παρ. ενός ΙΕ επιρρ. <i>ni</i> «[[χαμηλά]], [[κάτω]]». Επομένως, [[νειός]] <span style="color: red;"><</span> <i>νειFός</i>. Συνδέεται με αρχ. σλαβ. <i>niva</i>, σερβοκροατ. <i>njiva</i> και ρωσ. <i>niva</i>, όλα με σημ. «[[αγρός]], καλλιεργημένη γη». Ενωρίς επήλθε [[σύγχυση]] [[μεταξύ]] των οικογενειών του [[νειός]] και του [[νέος]] (<b>πρβλ.</b> [[νέατος]], <i>νεώ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νειός:''' ἡ, Λατ. novāle, [[νέα]] γη, δηλ. [[αγρός]] που οργώθηκε εκ νέου [[αφού]] είχε παραμείνει για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[χέρσος]], σε Ομήρ. Ιλ.· νειὸς [[τρίπολος]], χέρσα γη που οργώθηκε από την [[αρχή]] [[τρεις]] φορές, σε Όμηρ.· στην Αττ. επίσης, [[νεός]], <i>ἡ</i>, σε Ξεν.
}}
}}