Anonymous

ὁδηγός: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁδηγός]], Μ και [[ὁδαγός]])<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται δείχνοντας την [[πορεία]] στους άλλους που ακολουθούν<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[οδηγός]], -<i>ό</i><br />[[οδηγητικός]], καθοδηγητικός ή [[ρυθμιστικός]] («οδηγό [[πυροβόλο]]» — [[πυροβόλο]] που ρυθμίζει τη [[σκόπευση]] τών υπόλοιπων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που έχει ως [[επάγγελμα]] να οδηγεί ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου, [[ξεναγός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] σε μια [[παράταξη]] σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίζουν οι υπόλοιποι τη [[θέση]] ή το [[βήμα]] τους στη [[διάρκεια]] γυμναστικών ή στρατιωτικών ασκήσεων<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα («[[οδηγός]] αυτοκινήτου»)<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[ευθυντηρία]]<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] που τίθεται επικεφαλής σε [[ναυτικό]] σχηματισμό και σύμφωνα με το οποίο κανονίζουν τη [[θέση]] τους τα υπόλοιπα (α. «[[οδηγός]] γραμμής» β. «[[οδηγός]] σχηματισμού» ή «[[οδηγός]] στόλου»)<br /><b>6.</b> νεαρή [[κοπέλα]]-[[μέλος]] προσκοπικής οργάνωσης<br /><b>7.</b> [[φυλλάδιο]] ή [[βιβλίο]] που περιέχει πληροφορίες οι οποίες [[είναι]] απαραίτητες για την [[ενημέρωση]] και τον προσανατολισμό κάποιου σε έναν γεωγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο ή παρέχει γνώσεις και συμβουλές σε έναν οποιονδήποτε τομέα (α. «[[οδηγός]] της Κέρκυρας» β. «[[οδηγός]] του Μουσείου Μπενάκη» γ. «[[οδηγός]] μαγειρικής» δ. «[[οδηγός]] καλής συμπεριφοράς»)<br /><b>8.</b> (στις Κυκλάδες) η [[βασίλισσα]] τών [[μελισσών]]<br /><b>9.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[κριάρι]] που προηγείται του ποιμνίου<br /><b>10.</b> (γενικά) [[καθετί]] που χρησιμεύει στη [[χάραξη]] της πορείας και στην [[καθοδήγηση]] ενός ατόμου («η [[πείρα]] [[είναι]] ο [[καλύτερος]] [[οδηγός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο Θεός ως [[καθοδηγητής]] τών ανθρώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάσκαλος]] («ταῑς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῑς [[χρησάμενος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[μέρος]] από το οποίο κατευθυνόταν η πολιορκητική [[χελώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ὁδηγός]], Μ και [[ὁδαγός]])<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται δείχνοντας την [[πορεία]] στους άλλους που ακολουθούν<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[οδηγός]], -<i>ό</i><br />[[οδηγητικός]], καθοδηγητικός ή [[ρυθμιστικός]] («οδηγό [[πυροβόλο]]» — [[πυροβόλο]] που ρυθμίζει τη [[σκόπευση]] τών υπόλοιπων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσωπο]] που έχει ως [[επάγγελμα]] να οδηγεί ξένους στα αξιοθέατα ενός τόπου ή ενός χώρου, [[ξεναγός]]<br /><b>2.</b> ο [[πρώτος]] σε μια [[παράταξη]] σύμφωνα με τον οποίο ρυθμίζουν οι υπόλοιποι τη [[θέση]] ή το [[βήμα]] τους στη [[διάρκεια]] γυμναστικών ή στρατιωτικών ασκήσεων<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα («[[οδηγός]] αυτοκινήτου»)<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[ευθυντηρία]]<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[πλοίο]] που τίθεται επικεφαλής σε [[ναυτικό]] σχηματισμό και σύμφωνα με το οποίο κανονίζουν τη [[θέση]] τους τα υπόλοιπα (α. «[[οδηγός]] γραμμής» β. «[[οδηγός]] σχηματισμού» ή «[[οδηγός]] στόλου»)<br /><b>6.</b> νεαρή [[κοπέλα]]-[[μέλος]] προσκοπικής οργάνωσης<br /><b>7.</b> [[φυλλάδιο]] ή [[βιβλίο]] που περιέχει πληροφορίες οι οποίες [[είναι]] απαραίτητες για την [[ενημέρωση]] και τον προσανατολισμό κάποιου σε έναν γεωγραφικό και καλλιτεχνικό χώρο ή παρέχει γνώσεις και συμβουλές σε έναν οποιονδήποτε τομέα (α. «[[οδηγός]] της Κέρκυρας» β. «[[οδηγός]] του Μουσείου Μπενάκη» γ. «[[οδηγός]] μαγειρικής» δ. «[[οδηγός]] καλής συμπεριφοράς»)<br /><b>8.</b> (στις Κυκλάδες) η [[βασίλισσα]] τών [[μελισσών]]<br /><b>9.</b> (στην [[Κρήτη]]) [[κριάρι]] που προηγείται του ποιμνίου<br /><b>10.</b> (γενικά) [[καθετί]] που χρησιμεύει στη [[χάραξη]] της πορείας και στην [[καθοδήγηση]] ενός ατόμου («η [[πείρα]] [[είναι]] ο [[καλύτερος]] [[οδηγός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο Θεός ως [[καθοδηγητής]] τών ανθρώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δάσκαλος]] («ταῑς Ἀριστοτελείοις τέχναις ὁδηγοῑς [[χρησάμενος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[μέρος]] από το οποίο κατευθυνόταν η πολιορκητική [[χελώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁδηγός:''' ὁ ([[ὁδός]], [[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[καθοδηγητής]], σε Πλούτ.
}}
}}